αφιλόστοργος

αφιλόστοργος
-η, -ο (AM ἀφιλόστοργος, -ον)
αυτός που δεν είναι φιλόστοργος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀφιλόστοργος — without natural affection masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αφιλόστοργος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν είναι φιλόστοργος: Αποδείχτηκε μητέρα αφιλόστοργη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀφιλοστόργως — ἀφιλόστοργος without natural affection adverbial ἀφιλόστοργος without natural affection masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφιλόστοργον — ἀφιλόστοργος without natural affection masc/fem acc sg ἀφιλόστοργος without natural affection neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφιλοστόργου — ἀφιλόστοργος without natural affection masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφιλόστοργοι — ἀφιλόστοργος without natural affection masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αφιλοστοργία — η (AM άφιλοστοργία) [αφιλόστοργος] έλλειψη φιλοστοργίας …   Dictionary of Greek

  • ԱՆԳԹԱՍԷՐ — ( ) NBH 1 0125 Chronological Sequence: Unknown date ա. ἁφιλόστοργος Անմասն ʼի գթասիրելոյ. անգութ. ... *Ոչ էին անգթասէրք ոմանք, այլ յաւէտ աստուածասէրք: Նոքա եղեն խիստք եւ անգթասէրք. Պրպմ. ԼԸ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”